-
1 σκυλακειος
См. также в других словарях:
σκυλάκειος — εία, ον, Α [σκύλαξ, ακος] σκυλήσιος («σκυλάκεια κρέα», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
1 σκυλακειος
σκυλάκειος — εία, ον, Α [σκύλαξ, ακος] σκυλήσιος («σκυλάκεια κρέα», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek